- κρεοφαγεῖν
- κρεοφαγέωeat fleshpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δερματοφαγώ — δερματοφαγῶ ( έω) (Α) τρώω και το δέρμα τού ζώου («ὥστε μὴ κρεοφαγεῑν μόνον, ἀλλὰ καὶ ὀστοφαγεῑν καὶ δερματοφαγεῑν») … Dictionary of Greek